σύσσιτος — σύσσῑτος , σύσσιτος messmate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
συνέστιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ. β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ. γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.) 2. στενός… … Dictionary of Greek
συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά … Dictionary of Greek
συσσιτία — ἡ, Α [σύσσιτος] 1. η διατροφή από κοινό τραπέζι, κοινό γεύμα ή κοινό δείπνο, το να τρώνε κάποιοι μαζί 2. συντροφιά πολλών ατόμων που τρώνε μαζί … Dictionary of Greek
συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ξυσσίτοις — συσσί̱τοις , σύσσιτος messmate masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσσίτους — συσσί̱τους , σύσσιτος messmate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύσσιτοι — σύσσῑτοι , σύσσιτος messmate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύσσιτον — σύσσῑτον , σύσσιτος messmate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)