σύσσιτος

σύσσιτος
-η, -ο / σύσσιτος, -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α
αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», Αριστοτ.)
αρχ.
μέλος τού κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο τής Αλεξάνδρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. παρά-σιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύσσιτος — σύσσῑτος , σύσσιτος messmate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • συνέστιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ. β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ. γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.) 2. στενός… …   Dictionary of Greek

  • συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά …   Dictionary of Greek

  • συσσιτία — ἡ, Α [σύσσιτος] 1. η διατροφή από κοινό τραπέζι, κοινό γεύμα ή κοινό δείπνο, το να τρώνε κάποιοι μαζί 2. συντροφιά πολλών ατόμων που τρώνε μαζί …   Dictionary of Greek

  • συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ξυσσίτοις — συσσί̱τοις , σύσσιτος messmate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσσίτους — συσσί̱τους , σύσσιτος messmate masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύσσιτοι — σύσσῑτοι , σύσσιτος messmate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύσσιτον — σύσσῑτον , σύσσιτος messmate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”